φριζάρω

φριζάρω
(αόρ. φριζάρισα) μετ. завивать

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "φριζάρω" в других словарях:

  • φριζάρω — Ν σγουραίνω, κατσαρώνω τα μαλλιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. friser «βοστρυχίζω, κατσαρώνω τα μαλλιά»] …   Dictionary of Greek

  • φριζάρω — φριζάρισα, φριζαρίστηκα, φριζαρισμένος (λ. γαλλ.), μτβ., πλέκω σε βοστρύχους, κατσαρώνω τα μαλλιά, τα σγουρώνω, τα οντουλάρω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φριζάρισμα — το, Ν [φριζάρω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού φριζάρω …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»